Categoria

Eλληνικά

    • Δημοσίευση στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τχ. 42-43, Ιούλιος – Δεκέμβριος 2018, Αθήνα, σσ. 327-336.

      Μαρία Γκράτσια Καλαντρόνε

    •  Ο κήπος της χαράς
    • καθετί που είδα από σένα, στο επιστρέφω, αγαπημένη
    • Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη
    •  
    • όλη η ζωή μια άσκηση επιστροφής
    • στο σώμα σου
    • ζεστό σαν τη γη
    •  
    • κι όμως γράφω για τη μοναξιά
    •  
    • για οστέινα θραύσματα
    • σε αμμώδεις κόγχες
    • σκαμμένες
    • με μάτια πιθήκων που ψάχνουν καταφύγιο
    •  
    • σώματα σαν ανεστραμμένες γαβάθες
    • οι λεκάνες του κρανίου ξέχειλες από ουρανό
    •  
    • *
    •  
    • μοσχομύριζες κρασί και ώριμο στάχυ, σπίτι
    • με το παράθυρο ανοιχτό στον οργωμένο λόφο
    •  
    • προπαντός το πρωί
    •  
    • άστραφτες στο φως
    • σαν νερό ριγμένο στα κάρβουνα
    •  
    • η φωνή σου ήταν γυμνή σαν νερό
    •  
    • *
    •  
    • αναγνωρίζω από το βήμα το ζώο
    • που ήταν ζωντανό και δεν έχει πια καταφύγιο
    •  
    • *
    •  
    • κάποιες φορές μ’ αγκάλιαζες
    • όπως περιδένουν τα μέγαρα
    • όταν ραγίζουν
    •  
    • και το σπίτι ήταν γεμάτο από τον συριγμό του βιομηχανικού ρεύματος κι από τη μυρωδιά
    •     σου
    • φλαμουριάς και θαλάσσιας
    • αύρας
    •  
    • *
    •  
    • η σκιά κάτω από το σκαλοπάτι
    • ήταν το όριο
    •  
    • έξω υπήρχε η άγρια μυρωδιά των ζώων
    • και το γαλάζιο της χλόης
    •  
    • η γη ήταν επέκταση της ανθρώπινης σάρκας σου που περιστρεφόταν έτρεμε και συσπόταν
    •     κάνοντας πτυχές
    • στο γαμήλιο σεντόνι
    •  
    • η σάρκα σου περίκλειστη σαν μίσχος
    • λυγισμένος από το βάρος του χιονιού
    •  
    • *
    •  
    • όταν άνοιγες την πόρτα προς τον κήπο, ξανάρχιζε
    • το πασχαλινό πρωινό
    •  
    • το μακρινό κουδούνισμα των καμπαναριών
    • διαλυόταν σε ηχώ στην κοιλάδα
    • θολή στο βάθος
    • από την κυματοειδή κίνηση των κοπαδιών
    •  
    • στο κατώφλι
    • ο μικρός σωρός της σκιάς σου
    • λείαινε τη ράχη του ζώου
    • με την ίδια γλυκύτητα
    •  
    • *
    •  
    • ήθελα να γράψω για τη χαρά
    •  
    • η μυρωδιά της ανάσας σου στην καρδιά
    • του καλοκαιριού
    •  
    • το απαλό
    • δάγκωμα των δοντιών σου ακριβώς στην άκρη του χείλους
    •  
    • το φως της σελήνης
    • ρίχνει στους νερόλακκους
    • το λευκό των άστρων
    •  
    • *
    •  
    • μαλακή σαν άμμος
    •  
    • είσαι ο αμνός
    • στην τρεμάμενη χλόη
    •  
    • *
    •  
    • η αυλακιά στο σώμα σου
    • λευκή σαν άστρο
    • που δεν επουλώνεται
    • έλαμπα από το φως σου
    • προστατευόμουν
    •  
    • *
    •  
    • μετά την απόσπαση ενός κεντρικού άστρου το σύμπαν
    • στρέφεται
    • με τη λευκή λάμψη των ματιών ενός κτήνους
    •  
    • *
    •  
    • είναι γι’ αυτή
    • την ακτίνα ήλιου πάνω στα πιάτα
    • για την ήσυχη μοναξιά
    • των πραγμάτων
    • και για το πώς κατοικούν φωτεινά
    • τα πράγματα τον εαυτό τους
    •  
    • που παραμένουμε ζωντανοί
    •  
    • *
    •  
    • υπήρξε μια εποχή
    • που ποθούσα τη σωτηρία μου
    •  
    • περπατούσες στο λευκό χαλίκι
    • ενώ ο ήλιος έδυε πίσω από τις βελανιδιές
    • κι ο κόσμος δεν σταματούσε ποτέ να υπάρχει
    •  
    • εγώ σε ποθούσα έντιμα
    • όπως ποθούμε το καλό
    •  
    • *
    •  
    • όπως τότε μοιάζεις στο καλοκαίρι
    • όταν τα βράδια μυρίζει νερό
    • κι η γη εμποτίζεται από τα υγρά των ανθρώπων
    •  
    • άνοιγε
    • μέσ’ από την πύλη του σώματός σου
    • το γυμνό πράγμα
    • που βρίσκεται κάτω από τη γη και δεν το αγγίζουμε
    •  
    • μπορούσαμε μέχρι και να χαϊδεύουμε τα γκρίζα
    • άγρια ζώα
    •  
    • δεν ζητούσαν φαγητό
    • παρά τη γλυκύτητά μας
    •  
    • μπορούσαμε να τα φωνάζουμε με τ’ όνομά τους
    •  
    • άφηνες να μπουν
    • όλα
    • στη ζωντανή
    • ζύμη του σώματός σου
    •  
    • ο θόλος κατάφορτος από άστρα και οι μουσούδες
    • των ζώων αντηχούσαν
    • μες στο προζύμι σου
    •  
    • ήσουν ευτυχισμένη
    •  
    • *
    •  
    • το τραγούδι των τζιτζικιών
    • έχει έναν κρυφό δεσμό
    • με το ξανατύλιγμα των σπονδύλων σου
    •  
    • οι πλάκες πάλλονται
    • κάτω από την κοιλιά
    • όπως παλλόταν η σάρκα σου
    •  
    • η ιτιά τρέμει
    • όπως έτρεμες εσύ
    •  
    • *
    •  
    • το πλάσμα που φαντάζεται τον ήλιο
    • έχει μάτια ζωηρά σαν κεχριμπαρένιες σταγόνες
    •  
    • τώρα τα μάτια σου είναι σχεδόν μαύρα, πνευματώδη
    •  
    • *
    •  
    • το λιθόστρωτο πλυμένο από το χαλάζι, το βάρος
    • των λευκών πουλιών ενώ υψώνονταν
    • στον ήλιο που χαμήλωνε
    •  
    • στην τέλεια χάρη του δρόμου
    • κάτω από εμάς
    • σε παράταξη εκείνοι
    • που ξέρουν σε ποιον να επιστρέψουν
    •  
    • νιώθω την ανάγκη ν’ ακουμπήσω στο μπράτσο σου
    • μένω ακίνητη
    •  
    • *
    •  
    • ακινητοποιηθήκαμε στον κόσμο των πραγμάτων
    • τραγουδώντας κυκλικά, επανειλημμένα
    •  
    • αποθέτουμε
    • αυγά στον φλοιό, ξανά
    • και ξανά
    •  
    • αν κάτι αναδύεται από τη στάχτη
    • επιμένει ως ανάσα
    • πάνω στο στόμα σου
    •  
    • *
    •  
    • βέβαια όταν ξυπνάς, το στόμα σου είναι έτοιμο
    • ενδοτικό
    •  
    • δεν ήθελες να μάθω τα μυστικά σου
    •  
    • δένω την ψυχή μ’ ατσάλινα παλαμάρια
    • στο κεντρικό κατάρτι
    • του κήπου σου
    •  
    • εγώ θα σε προσέχω ώς το τέλος του κόσμου
    •  
    • *
    •  
    • καθιστή στην πέτρα τραγουδώ την πέτρα
    • τους πιθήκους
    • και τις οστέινες πλάκες του κρανίου
    • που αποσπώνται σαν ήπειροι
    •  
    • τραγουδώ τον απαλό άνεμο που ανεπαίσθητος πνέει
    • σε απόσταση μες στ’ άστρα
    •  
    • τραγουδώ το λάβαρό μας
    • που πλατάγιζε στην καρδιά της ρωμαϊκής μέντας
    •  
    • τραγουδώ το στρώμα από φύλλα
    • και το κάτασπρο κέλυφος του νούφαρου
    •  
    • και τραγουδώ το ακατέργαστο χρυσό των ματιών σου
    • απλών και διάφανων σαν ένα ναι
    •  
    • *
    •  
    • γονατιστή έχεις την ποιότητα της φλαμουριάς
    •  
    • και των πανάλαφρων
    • ανοιχτόχρωμων φύλλων
    •  
    • μ’ αναγνωρίζεις κι εγώ σ’ αναγνωρίζω
    •  
    • *
    •  
    • τα ισχυρά πράγματα
    • είναι κινητά και γυμνά
    •  
    • είμαι στάχτη που τραγουδά τ’ όνομά σου
    •  
    • *
    •  
    • το γυμνό σώμα, το ανθρώπινο σώμα, το φύλο
    •  
    • μια ψυχή μόνη
    • είναι το ρόδο όλων των ρόδων
    •  
    • το ρόδο που διέψευσαν
    • οι συνήθειες της αληθινής ζωής
    •  
    • *
    •  
    • η γλώσσα σου απόψε μίλησε
    • μες στο κοχύλι του αυτιού μου
    •  
    • ύστερα μέσ’ από το στόμα
    • βάζεις ψωμί και σωτηρία
    • στην ψυχή μου
    •  
    • *
    •  
    • το άνθος της πορτοκαλιάς
    • λευκός ύμνος ανοιχτός
    • από το μέρος της αυγής
    •  
    • έχεις την ελαφρότητα των πραγμάτων
    • που άντεξαν την ευτυχία
    •  
    • *
    •  
    • τα σώματά μας άντεξαν τη θερμότητα
    • της τήξης
    •  
    • τώρα που εκτεθήκαμε
    • στην ευτυχία
    •  
    • κάθε άλλη λέξη
    • σημαίνει
    • ευχαριστώ
    •  
    • *
    •  
    • όταν εκτίθεσαι, είσαι το κατακαλόκαιρο
    • με τη δόξα του από ώριμα δέντρα
    •  
    • περνώ το χέρι στο στεγνό σώμα σου
    •  
    • μάρμαρο και μούσκλια με πέταλα
    • από άνθη κερασιάς
    •  
    • *
    •  
    • η πλάτη σου χωρισμένη
    • από ένα αυλάκι οργώματος
    • φλέγεται στο κέντρο του λιβαδιού
    •  
    • όταν στρέφεσαι
    • ο ουρανός είναι αβαρής
    • στο στήθος σου
    •  
    • το χέρι μια όστια στο κέντρο της λάβας
    •  
    • *
    •  
    • στο στόμα σου ξεκουράζονταν οι σκιές όλων των ζώων
    •  
    • στα φιλιά σου η αϋπνία όλων των ζώων
    •  
    • στο χτύπημα των δοντιών σου η καμπάνα του πρώτου πρωινού
    •  
    • η γλώσσα σου ήξερε τ’ όνομά μου
    • ήδη από το πρωινό της γέννησής μου
    •  
    • *
    •  
    • τρέμει κάθε μόριο της μίας και μοναδικής ψυχής που
    • ξαναγίναμε
    •  
    • αν πεις έρωτας
    • οι άλλες λέξεις
    • χάνονται
    •  
    • όταν χάνομαι κι εγώ, τελικά υπάρχω
    •  
    • *
    •  
    • το ρόδο στο κέντρο του κορμιού σου
    • έχει το άρωμα ενός φυσικού ναού
    • ενός βράχου στη θάλασσα που υψώνεται
    • και μουσκεύει
    •  
    • υδάτινος τοίχος που πέφτει πάνω στον εαυτό του
    • και στη γλιστερή λευκή αποβάθρα
    • η αγκαλιά σου
    •  
    • η ζωή μου στην παλάμη σου
    •  
    • *
    •  
    • κοίτα με
    • είμαι η οδός για το χρυσό των γαλαξιών
    • είμαι άρτος αφημένος
    • στα πόδια σου
    • μετά την πρώτη συγκομιδή της πλάσης
    •  
    • υποταγμένη στο ανθρώπινο
    • είσαι ο θερισμός
    • έξω από τον ανθρώπινο χρόνο
    •  
    • *
    •  
    • το στόμα σου έχει τη ζέστη των αυγουστιάτικων λιβαδιών
    • το στόμα σου εκφράζει τα λευκά
    • πέταλα που ριγούν στα φράγματα
    •  
    • και τα γλυκά γόνατα
    • των παιδιών που γνωρίζουν
    • την απεραντοσύνη του χρόνου μες στον ανθρώπινο χρόνο
    •  
    • *
    •  
    • έπεσες από το δοχείο των άστρων
    • σ’ αυτό το κρεβάτι
    • κι είναι δικό σου αυτό το ψίχουλο σάρκας
    • μουσκεμένης, δεμένης
    • μέσω λεπτών ηλεκτρικών ινών
    • με τη σελήνη που γεμάτη λάμπει
    • πάνω στη μανόλια
    •  
    • εκθέτεις το πρόσωπο στο σκοτάδι στην κρήνη
    •  
    • η πανσέληνος περιστρέφεται στον άξονά της
    • όπως εσύ περιστρέφεσαι στους γοφούς
    • και θα ήθελα να γυρίσεις για να κοιμηθείς
    • όπως όταν ζεις
    •  
    • *
    •  
    • η απλή σκιά του σώματος στον έρωτα
    • η ταλάντευση
    • των περιδέραιων στον λαιμό
    •  
    • και το σμάλτο των δοντιών
    • αστράφτει, γυμνό
    •  
    • η γλώσσα σου
    • σκοντάφτει ανοιχτόχρωμη ανάμεσα στα σκούρα χείλη
    •  
    • *
    •  
    • με τα μαύρα μαλλιά σαν στάρι, τεντωμένη
    • στην ανθοταξία
    • σαν αγαύη, ήσουν τόσο πιο ψηλή
    •  
    • από τον εαυτό σου, ψηλότερη
    • από τη ζωή σου
    •  
    • 10-16 Απριλίου 2014
    •  
    • λιπάναμε τη γη με το αλάτι των σωμάτων
    •  
    • το πορφυρό τ’ ουρανού
    • αναμιγνυόταν με το λάδι των νερόλακκων και με το χρυσό φως πάνω στο χείλος σου
    •  
    • το σώμα σου στη φωσφορίζουσα χλόη του πρωινού
    • το δωμάτιο πλημμυρισμένο από έναν φλοιό φωτός
    • κι η δίνη στις πτυχώσεις, λαμπερό πράσινο πάνω στο ανοιχτόχρωμο ξύλο
    •  
    • πιες αυτό το χρυσό που δεν μπορεί να πεθάνει
    •  
    • 29 Ιουλίου 2014
    •  
    • Η Maria Grazia Calandrone (Μιλάνο, 1964) ζει στη Ρώμη. Ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας, εικαστικός, performer, παρουσιάστρια εκπομπών στους σταθμούς Rai Radio3 και Rai Letteratura, γράφει στις εφημερίδες Corriere della Sera και il manifesto και διατηρεί στήλη στο περιοδικό Poesia. Διεξάγει εργαστήρια ποίησης σε σχολεία, φυλακές, με ψυχικά ασθενείς, άτομα με Αλτσχάιμερ και μετανάστες, ενώ προσφέρει εθελοντική εργασία στο σχολείο ανάγνωσης για παιδιά “Piccoli Maestri”. Το 2012 κέρδισε το βραβείο «Χαϊκού στην Ιταλία» του Ιαπωνικού Μορφωτικού Ινστιτούτου. Το 2017 εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ της Donatella Baglivo “Il futuro in una poesia” και στο project “Poems with a view” του Ισραηλινού σκηνοθέτη Omri Lior. Έχει λάβει διάφορα βραβεία για τις συλλογές της, οι οποίες περιλαμβάνονται σε ανθολογίες και περιοδικά πολλών χωρών. Ορισμένα από τα βιβλία της: La scimmia randagia (Crocetti 2003), Come per mezzo di una briglia ardente (Atelier 2005), La macchina responsabile (Crocetti 2007), Sulla bocca di tutti (Crocetti 2010), Atto di vita nascente (LietoColle 2010), La vita chiara (Transeuropa 2011), Serie fossile (Crocetti 2015), Gli Scomparsistorie daChi lhavisto?” (pordenonelegge 2016), Il bene morale (Crocetti, 2017).
  •  
  • ΜΑΡΙΑ ΓΚΡΑΤΣΙΑ ΚΑΛΑΝΤΡΟΝΕ – Μετάφραση: Γιάννης Η. Παππάς

Η Μαρία Γκράτσια Καλαντρόνε γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1964 και ζει στην Ρώμη. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές Μέτρο σύγκρισης Tracce, 1998, Η περιπλανώμενη μαϊμού, Crocetti, 2003, Η υπεύθυνη μηχανή Crocetti 2007), Στο στόμα όλων, Crocetti 2010 και άλλα κείμενα σε πολλές ανθολογίες και περιοδικά.
Έχει επίσης γράψει θεατρικά κείμενα για την ιταλίδα ηθοποιό Σόνια Μπεργκαμάσκο και ένα ποίημα για τον Ισπανικό εμφύλιο ( ο πατέρας της Τζιάκομο είχε πάρει μέρος στον εμφύλιο αυτό με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες) για το διεθνές συγκρότημα “Théâtre en vol” και για το Radio 3. Έχει μεταφέρει στην σκηνή στην Ιταλία και στην Ευρώπη μαζί με τον συνθέτη Στέφανο Σάβι Σκαρπόνι το βιντεοκοντσέρτο Χωρίς αποσκευές.

III

Γκουέρνικα, συντρίμμια

Το λεμφικό σύστημα των νεκρών πάνω στα ρόδα
οι φλόγες που καίνε ακόμη γύρω
από τα νεύρα και φτερωτοί έλικες
από μαλλιά: οι ομηρικές πόζες της μισοπεθαμένης
ύλης. Οι θαμμένοι
πάνω στη γη, εάν θα έχουν τον οίκτο μας
θα μοιάζουνε να πέφτουν
σε έναν ύπνο χωρίς κρίση
σαν ένα τεράστιο γεύμα
από ανθρώπινο κρέας, θα μοιάζουνε να ανακατεύουν με μια αμήχανη υπακοή– σάρκα – βλέμματα
στην καμένη λάσπη της Γκουέρνικα
σκιαγραφώντας ένα χαμόγελο σαν το ψημένο γάλα στην σκόνη , σαν αυτό της ανακωχής .

Είμαστε λάσπη που κοιμάται, ένα λευκό χαρτί , όλη η σιωπή σπρωγμένη στην εσωτερική αρματωσιά του θώρακα, πράγματα
χωρίς όρια με το χώμα: εδώ χάθηκε το όριο
ανάμεσα στο σώμα και στο χώμα. Όχι εγώ– δεν τα είχα καλά
με το σώμα του χώματος ανακουφισμένο
από το βάπτισμα και εγκαταλελειμμένο μολονότι ήταν
ένα πράγμα που στο κέντρο είχε την καρδιά και το αίμα
που από κείνη την καρδιά κυκλοφορούσε
ακόμα στο σώμα
της μητέρας του: ολόκληρη
είναι ένας αγωγός από αίμα που κυλάει
από το στόμα του γιου. Γιος ! το όνομά σου
ήταν η δόξα στο στόμα μου, χάραζε από μόνο του
από το λευκό
των κοπτήρων , κυλούσε το βράδυ στις αυλές
σαν μαργαριτάρια στην ηρεμία της αυγής
τα φωνήεντά του
τα οποία από την πρώτη πρωινή ανάσα
μου άρχιζε ένα χαμόγελο
από το στήθος μέχρι την προφορά του.
Το ανοιγμένο στόμα της μάνας του
έμοιαζε με την σιωπή ενός αστεριού.
Αυτό είναι εκείνο που κάνατε εσείς.

από τη συλλογή Η υπεύθυνη μηχανή , Crocetti, 2007

***

Από την Χαράδρα του Babi-Yar1
(29 – 30 Σεπτεμβρίου 1941)

Αλλά ξαφνικά ήθελα
να ζήσω να ζήσω
στην ανθρώπινη μόλυνση. Πως;
να ξεφύγω εάν εσύ μείνεις εδώ- αλλά γύρισα στην επιφάνεια
ακυρώνοντας μέσα μου
την ιδιαίτερη ανθρώπινη ιδιότητα
του γέλιου. Αυτοί
καίγονταν αναγκασμένοι
να βλέπουν τα νεογέννητα να γίνονται στάχτη (οι μύες τους και τ΄ άλλα , το σάλιο και την ανάσα
των άλλων) και την αλμυρή μυρωδιά των ανακατεμένων καμμένων μαλλιών.
Κοίτα την δάδα πάνω στο μέτωπό του όπου ακούμπαγες
το άλλο μισό των φιλιών σου. Έτσι
δεν θα μπορούσαν να τραβήξουν το σώμα του αδελφού μου από τα χέρια του, και όσο το έσφιγγε εγώ συνέχιζα να σκέφτομαι ότι από μια μέγγενη θα έρθει η σωτηρία μου.
Μια θάλασσα από ανθρώπους και από πόνο.
Ακόμη και τα ίδια τα δέντρα έπεσαν στην γη από πόνο.
Στο γκρίζο φωσφορούχο του νταμαριού δύο
σαν έκθετα ανδρείκελα.
Δεν ήταν
οι σφαίρες
των μεθυσμένων στρατιωτών που θα σκότωναν
το ha ieled shelì, ήταν το βάρος
της αγκαλιάς μου κάτω από το βάρος των σωμάτων.
Μετά τους πυροβολεί και πάλι. Και τα χρυσά δόντια ξεριζώνονται
από το στόμα των νεκρών.
Το βλέμμα της μητέρας μου
ήταν τρομαχτικό – από κάτω της ήταν μια θάλασσα σωμάτων– εγώ
παρέμενα σιωπηλή
σαν μαύρη λάσπη. Τι μπορούσε
να αναδυθεί από το βάθος της χαράδρας εάν όχι αυτό
το ανεπούλωτο
τραύμα.

3 Φεβρουαρίου 2005

ha ieled shelì: το μωρό μου (σύγχρονα εβραϊκά)

***

Από τον ακάλυπτο κόσμο

Αγάπη είναι η υγεία της μαϊμούς.
Τα μάτια του ιερού γαϊδουριού κηλιδωμένα
από την ήρεμη σκουριά των δεξαμενών.
Αέρας που ξυρίζει το γρασίδι, τον υπεριώδη κάλυκα
της νύχτας σαν ένα φωτεινό γεωγραφικό πλάτος.
Ω η θάλασσα και τα απογεύματα
φτιαγμένα από το νυμφικό καβούκι του τζίτζικα.
Δώσε μου τις αποδείξεις της χαράς σου
στο σώμα της καθημερινότητας
που την κατατρώγει μέχρι να γίνει φως , φως …

***

Προς την εξορία

στον M. B.

Η κερασιά εκείνη την χρονιά είχε ένα κακό στο ανθισμένο κορμί,
Σαν να έγερνε μια αφύσικη κόμη
προς έναν κόσμο που δεν εξέταζε
τις κοιλότητες του κόσμου. Οι γυναίκες
έσφιγγαν φασκιές γύρω από τους γλουτούς
που εξατμίζονταν στην άθλια αυγή
και φωτεινά μαργαριτάρια
στο μέτωπο, παρόμοια
με τα παροδικά τσιμπήματα
των αποδημητικών πουλιών, πράγματα που στον ήλιο
εξαφανίζονται: μια διαταραχή, ένας σπασμός
που μόλις γινόταν αντιληπτός σε όλη τη γη
που κοιμάται κάτω από το πέπλο
μικρών θάμνων, κάτω από τις φτερούγες.
Κατοικίες που εκτείνονται κατά μήκος των ποταμών , χημική ευφορία
από τις μαύρες καμινάδες. Η βιομηχανία γεμίζει με λάδι
αγουρωπό τις αρτηρίες. Οι φωνές της Τζιοβάννας
σιωπούν ενώ αγγίζει το λουλούδι με τα χέρια
και στέκεται σαν το γυμνό κορμί στα παρεκκλήσια.
Στο μαύρο αίμα εκείνου του κορμιού πέφτει
το χιονόνερο του προσώπου
και μια προφητεία από κλαδιά ανθισμένα.
Αυτός πήδηξε το δίχτυ −ωστόσο εκείνη την νύχτα
δεν έβλεπες μπροστά σου.
Αφού περπάτησε ώρες
κτύπησε την πόρτα στο σπίτι της παιδικής ηλικίας
έλεγε μόνο μαμά δεν είναι τίποτα
έλεγε μαμά είμαι μόνος
κουρασμένος, μόνος κουρασμένος.

Ρώμη, 18 Δεκεμβρίου 2007
(ανέκδοτο)

***

Από τη συλλογή Στο στόμα όλων, εκδόσεις Crocetti , Mιλάνο 2010

Προσευχή του ταξιδιού

Ευχαριστώ για τις σταματημένες βάρκες
στην μεγάλη και όμορφη μέρα
με τα χαμηλά γεφύρια και τις καμπίνες
γεμάτες από φως.
Θα πουν ότι στο ποτάμι σχηματίζονταν πρόσωπα
παράξενα. Θα ενοχοποιήσουν
τους αθώους
θα τους επιτεθούν στα σπίτια τους
με τους στρατούς.
Βάζεις την γλώσσα στην πόρπη
και ζητάς την συγχώρεση του μαρτυρίου.
Ευχαριστώ για την δροσερή και χωρίς αέρα αυγή
που προηγείται της αρχής
και τα καθαρά και ήρεμα πετάγματα
χωρίζουν το απόγευμα σε δύο κούπες
εφήμερου ασημιού.

Δεν είχα εχθρούς, είχα
αναστολές, καθόμουνα να σκεφτώ
δεν ξέρω
να υποφέρω την αγάπη, η καρδιά σαπίζει και αφήνεται
πάνω στο κλαδί
και μια ευφορία κυκλοφορεί στο αίμα όπως η μουσούδα ενός ήσυχου
γαϊδουριού που δαγκώνει
το χώμα στον μέσον του πρωινού.
Μην προκαλείς μεγάλο πόνο στα ζώα
κατά την διάρκεια της θυσίας
έλεγξε την λάμα να είναι κοφτερή.
Πρωινή είναι η καρδιά μου
ελευθερωμένη από τον άνθρωπο και κυριακάτικο
ξυλαράκι
ανάμεσα στα δόντια του υψίστου.

Όταν τοποθέτησαν το σώμα στο βωμό στον αέρα
επικρατούσε πάνω απ΄ όλα σιωπή
και ο υδράργυρος από χιλιάδες λαμπιόνια
ακτινοβολίες και βανάδιο ιδιαίτερα στην φωτιά
των πετρελαιοπηγών και στην ησυχία των κρεματορίων.
Ευχαριστώ για κείνο το νήμα της συμπόνιας που αντιστέκεται
στην δαντέλα πάνω στο λαιμό της.

***

Μικρή άρια των παιδιών

Ο αέρας , ο πρώτος
που ανάπνευσες, ήταν πρωινός αέρας του Μάρτη. Ο ήλιος
έκαιγε ήσυχος στο ταξίδι του
από το μεγάλο παράθυρο γιατί μεγάλη
ήταν η καρδιά
και αδιάφορη
όπως ο ήλιος που ακουμπάει το φως του πάνω στα νερά του ποταμού
και ταξιδεύει λαμπρός
μέχρι την θάλασσα
όπου ο χώρος διαπερνιέται ολόκληρος
από σφυρίγματα γλάρων και πια τίποτε
δεν προκαλεί κακό. Είναι ωραία να προσέχεις
τον καινούργιο αέρα στο πρόσωπο αυτού που γεννιέται, με χέρια
ανθρώπινα να διατηρείς
ιερό το ιερό, να κάνεις τον αέρα πιο καθαρό όπου ακουμπάει
η καρδιά, γιατί η καρδιά είναι απλή και ελαφριά
σαν ένας χαρταετός
και άλλα πράγματα που πάνε από τη γη στον ουρανό.
Είναι όμορφο να λες θα κάνω αυτό που μπορώ
και για μένα πια, όπως όλες οι άλλες γυναίκες πάνω στη γη: πάρε, ζωή
από την ζωή μου
την αθώα σου ελευθερία.

13 Οκτωβρίου 2008

***

  • ΜΑΡΙΑ ΓΚΡΑΤΣΙΑ ΚΑΛΑΝΤΡΟΝΕ (Maria Grazia Calandrone) – ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

    απόδοση στα ελληνικά Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος

  • Υπουργείο της πραγματικότητας, θέατρο των θανατηφόρων ατυχημάτων

Ι

Η γη φέρει τα σημάδια της ανησυχίας μας
των περιπατητών – πλούσια άτομα, το νερό
αντλείται από μια πηγή
σε θέση να δει – σε ίση απόσταση.

Το ανατομικό κωδωνοστάσιο λάμπει – στις 2
μιας ηλιόλουστης ημέρας –
για να δώσει την εντύπωση της πηγής
και της αδιακρισία
το θαύμα
ακετυλενίου το βράδυ
μόνη μεταξύ των μεγάλων θαλασσών των πλανητών – ένα κενό
από ορατόριο.

Υπερβολές από ασβέστη και πριονίδι. Οι πλάκες
που δεν ξεφεύγουν δεν ήταν βιδωμένες. Εσύ
δεν έχεις υπολογίσει εμάς, ότι τουλάχιστον αυτή (η μητέρα σας) έπεσε
στην άμορφη γη με εκείνη την περασμένη πίστη
απ’ του παράμεσου ως το μικρό δάχτυλο σαν τρόμος
σωσμένος – η φωνή
που ανασκιρτά από την υγρασία του στήθους και μετατρέπει τη ζωή
σε συντομογραφία: εμείς
ήμασταν ευτυχείς ως ένα σύνολο.

Όπως τα παιδιά και οι ετοιμοθάνατοι. Έχουμε
την αμβλύνοια των προσώπων των μηχανών
άφθονες από την πυκνότητα. Μείνε μες τον ουρανό
στην αποθήκη της ουσίας
σε κουβάρια γης λιωμένης και η καρδιά – λάκκος
με καυτό λάδι – ξεχειλίζει
από νεολιθική σιωπή. Η εικόνα της νέας σελήνης και τραχιά
στην αφή
έχει την ισχύ του μνημείου
όρθια
ασάφεια: κάποιος άλλος σας παρακαλώ να της πείτε να μείνει ήρεμη με το χαμόγελό της
επιβεβαιωμένο εκ νέου από τον πόνο
στα πόδια μιας απλής σταύρωσης.

II

Μια λευκή κιθάρα όπως ένα φέρετρο. Αλλά ήταν τέτοιος ο πόνος
της μάνας που έχασε όπως και της άλλης που περιμένει
τη γήινη ιστορία της
έκλεισε τα μάτια και τα αυτιά στο κενό
πρόωρα. Θα είμαι τη φωνή σας, αν μη τι άλλο
ήξερα, με τον ουρανό πίσω που τραβά σαν μια ακίνητη τσουλήθρα.

Καταλάβαινε γιατί ο κόσμος ήταν τόσο ηλιόλουστος και ανεκτίμητος
και αυτή ευθύς και ελαφριά – ήρεμα επιχωματώνει τις υποτροπές
δημιουργώντας ένα φράγμα με πέτρες και χαλίκια
και το τραγούδι της ανασκιρτά την υγρασία
άλλων ματιών αγαπημένων και σε απόγνωση από εκείνους τους χαιρετισμούς
και εκείνες οι καληνύχτες στα υπογεγραμμένα μηνύματα, σαν να
ήταν ζωντανοί (μια λάμψη από ζωντανούς) και δεν υπάρχει καρδιά που οχυρώνεται σε καθένα από
μας στη γη και ο λόγος μας
είναι ναι
ή δεν είναι: πιστεύουμε – ξαναξεκινούμε – με την πίστη που έχουν τα παιδιά.

Θα γράψω προτάσεις αλυσοδεμένες – ένα επίπεδο
με άσφαλτο που καλύπτει
από τη βραδύτητα των χρωμάτων που αφαιρείται από το ορυχείο
του σώματός σου εκείνη την ασήμαντη πληγή και ο μώλωπας
μαύρος στο σημείο της συμπίεσης
που μου πετά στο στήθος.

Ήθελα να δω το βασίλειό σου, ήθελα να το δω
ζωντανή – αλλά το κρύο
της καρδιάς είναι κρυμμένο σε όλο το σώμα
τα κρέατα ήταν παγωμένα
ότι αν μου είχες προκαλέσει κοψίματα δεν θα είχα νιώσει πόνο, αλλά
την επιπολαιότητα της σφαγής
αυτό που αναδύει χωρίς θόρυβο το ήρεμο και ζεστό βράδυ κι εγώ σίγουρα
για εσένα λάμποντας για όλη μου τη ζωή στα πρόθυρα της αναζωπύρωσης, αλλά τίποτα.

ΙΙΙ

Το όνομά του σήμαινε αθάνατος
το επίθετό του, γιο του θανάτου – μια σχέση που υπήρχε
και άλλαξε. Εγώ που σε ανακάλυπτα
ψάχνω άλλες ζωές (σωσμένες
εν αγνοία τους) να λάβουν
στην αδιαφανή δομή της άμυνας όπου βρίσκονται
ένα ήπιο τίποτα – την εικόνα
που αισθάνεται να ανέβει από τον καμβά.

Ενός λαμπερού δειλινού στην ίδια τύχη
και το χορτάρι συνθλιμμένο στο παγκάκι μύριζε μούχλα
κάτω από τις άνισες και ακάλυπτες ράγες – τελείωνε ο αγώνας
στο υποκείμενο χωράφι με τα ηλιοτρόπια
της καρδιάς του: μια γραμμή
θορυβώδες υπόγεια – ένα πολυχρησιμοποιημένο κουρέλι συνεργείου.
Οι δύο τροχοί του ρυμουλκού – ο μετατροπέας των βαλβίδων της καρδιάς
που σπάει – και το μεγαλύτερο μέρος του σώματος του γιου μου στη γραμμή του τραμ να αποζημιωθεί.

Σημείωση G. Lucini

***

Δεν είναι εύκολο να μπεις στην ποίηση της Maria Grazia Calandrone. Αυτό πρέπει να γίνει προσεκτικά, ακούγοντας και ξανακούγοντας, δημιουργώντας δεσμούς μεταξύ των συναισθηματικών κομματιών διάσπαρτα σε όλο το κείμενο και σε ένα λυρικό νήμα που ακολουθεί, το οποίο σύνολο είναι και λογικό, αν και σίγουρα όχι και τόσο φιλοσοφική. Θα πρέπει αντιθέτως να διαβάσετε αυτά τα κείμενα, χωρίς να προσποιηθείτε να βγάλετε συμπεράσματα, αλλά να αφεθείτε να σας επηρεάσουν, έτσι όπως διαβάζονται τα ποιήματα που θέλουν να σπάσουν την ακαμψία της λογικής κατασκευής της πρότασης και σημαδεύουν σε μία “άλλη” γλώσσα, η οποία εκφράζει προτάσεις και στο απροσδιόριστο, την ολότητα ενός ψυχολογικού γεγονότος.  Σκέφτομαι τα κείμενα της Rosselli για παράδειγμα.
Είμαστε μακριά από κάθε λογοτεχνικό πειρασμό κλεισμένο στον εαυτό του. Η ποιήτρια δεν ενδιαφέρεται για την απλότητα της έκφρασης, αλλά επιλέγει ένα μητρώο σχεδόν επικό, αφηγηματικό, πυκνό σε υπαινιγμούς και εκτιμήσεις, ένα κείμενο-ποταμό που θέλει να ρέει σαν ένα ποίημα που απαγγέλλετε με την ίδια ένταση από την αρχή μέχρι το τέλος. Μην ψάχνεις στη σιωπή, στις πτώσεις της έντασης, στην κούραση της ομιλίας είναι ένας προφανές κίνδυνος σε αυτόν τον τρόπο γραφής, που η Maria Grazia Calandrone υπερβαίνει με ασφάλεια και προφανή εμπειρία.

ΜΑΡΙΑ ΓΚΡΑΤΣΙΑ ΚΑΛΑΝΤΡΟΝΕ (Maria Grazia Calandrone) 
Ποιήτρια, ερμηνευτρια, θεατρική συγγραφέας, συντάκτης / παρουσιαστής του Radio 3, λογοτεχνική κριτική για το περιοδικό «Poesia» και «Manifesto»

Βιβλία ποίησης: ” Pietra di paragone” (Tracce, 1998 – Bραβείο Νέοι Συγγραφείς 1997), “La scimmia randagia” (Crocetti, 2003 – Βραβείο Pasolini Opera Prima), “Come per mezzo di una briglia ardente” (Atelier, 2005),” La macchina responsabile” (Crocetti, 2007 – φιναλίστ Premio Mario Luzi), “Sulla bocca di tutti” (Crocetti, 2010 – Βραβείο Napoli, Prata e città di Sassari, φιναλίστ Βραβείο Sandro Penna e città di Fabriano), “Atto di vita nascente” (LietoColle, 2010), το ψευτορομάντσο “L’infinito mélo” con “Vivavox”, cd με αφήγηση των ποιημάτων της (luca sossella, 2011) e “La vita chiara” (transeuropa, 2011)

Έγραψε θεατρικά έργα για την Sonia Bergamasco, συμπεριλαμβανομένων των “Λίγα τα γεγονότα, η απόλυτη ευτυχία» (έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Mi.To, 09/09/10) και “Η λευκή μαϊμού των θαυμάτων» (έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ήχοι των Δολομιτών, στις 30.7. 11) και ποιητικά αποσπάσματα γύρω από τον Ισπανικό Εμφύλιο για τη διεθνή εταιρεία «Théatre en vol” Όπως επίσης και για το Radio 3 ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό με πολιτιστικά προγράμματα, ως συγγραφέας έχει συνεργαστεί με τον φιλόσοφο Massimo Adinolfi για την SkyRED TV.

traduzione di Alberto Cappi e Crescenzio Sangiglio

Traduzione di Konstantinos Kokologiannis:

NeaEfthini, Atene,3.19-M.Grazia Calandrone -Ο κήπος της χαράς-trad. M.Frangoulis

0 commenti

Lascia un Commento

Vuoi partecipare alla discussione?
Sentitevi liberi di contribuire!

Lascia un commento

Il tuo indirizzo email non sarà pubblicato. I campi obbligatori sono contrassegnati *

www.mariagraziacalandrone.it © 2021 - tutti i diritti riservati - Realizzazione sito web: Bepperac Web di Racanicchi Giuseppe